συγκρατήσει

συγκρατήσει
συγκράτησις
retention
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
συγκρατήσεϊ , συγκράτησις
retention
fem dat sg (epic)
συγκράτησις
retention
fem dat sg (attic ionic)
συγκρατέω
hold together
aor subj act 3rd sg (epic)
συγκρατέω
hold together
fut ind mid 2nd sg
συγκρατέω
hold together
fut ind act 3rd sg
συγκρατέω
hold together
aor subj act 3rd sg (epic)
συγκρατέω
hold together
fut ind mid 2nd sg
συγκρατέω
hold together
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κύριος — α, ο, θηλ. και ία (AM κύριος, ία, ον, θηλ. και ος) 1. αυτός που έχει δύναμη, εξουσία πάνω σε κάποιον, εξουσιαστής, κυρίαρχος (α. «ο στρατός είναι κύριος τής κατάστασης» β. «θανάτου δὲ τὸν βασιλέα τῶν συγγενών μηδενὸς εἶναι κύριον», Πλάτ. γ.… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Δελφών — Το Μουσείο των Δελφών, που στεγάζει μία από τις πλουσιότερες συλλογές έργων της αρχαίας ελληνικής τέχνης, χτίστηκε την πρώτη δεκαετία του 20ού αι., από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, με χρήματα του ελληνικού δημοσίου και την αρωγή του εθνικού… …   Dictionary of Greek

  • Μίδας — I Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε μαζί με τους Μακρόβιο, Αφροδίσιο, Bαλεριανό, Λεόντιο κ.ά. Η μνήμη του τιμάται στις 4 Μαΐου. II Μυθικός βασιλιάς της Φρυγίας με τον οποίο συνδέονται διάφορες μυθικές παραδόσεις. Η πιο γνωστή… …   Dictionary of Greek

  • άστεγος — η, ο (AM ἄστεγος, ον) αυτός που δεν έχει στέγη, κατοικία αρχ. αυτός που δεν μπορεί να σκεπάσει, να συγκρατήσει (τα λόγια του) («ἀστέγοις χείλεσι», «ἄστεγον στόμα», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + στεγος < στέγη) …   Dictionary of Greek

  • ακρατής — ές (Α ἀκρατής) (με ηθ. σημ.) αυτός που δεν μπορεί να συγκρατήσει τα πάθη του, να επιβληθεί στον εαυτό του, ασυγκράτητος, έκλυτος αρχ. 1. ο δίχως σωματική δύναμη, αδύναμος 2. αυτός που δεν έχει εξουσία, επιβολή πάνω σε κάτι 3. αυτός που δεν κρατά… …   Dictionary of Greek

  • ακρατόγελως — ἀκρατόγελως, ων (Α) αυτός που δεν μπορεί να συγκρατήσει τα γέλια του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρατὴς + γέλως] …   Dictionary of Greek

  • ανάλημμα — το (Α ἀνάλημμα) τείχος που οικοδομείται για να συγκρατήσει από κατολίσθηση το υλικό ισοπέδου επιχωματώσεως σε επικλινές έδαφος, αντέρεισμα, πεζούλα αρχ. 1. οτιδήποτε χρησιμοποιείται ως υποστήριγμα 2. ιατρ. χειρολάβος, η ταινία που περνιέται στον… …   Dictionary of Greek

  • δαχτυλιά — η 1. το ίχνος ή το αποτύπωμα ακάθαρτου δακτύλου («μια δαχτυλιά στο τετράδιο») 2. το δακτυλικό αποτύπωμα, το δακτυλόγραμμα 3. η ποσότητα πυκνόρρευστης ουσίας που μπορεί να συγκρατήσει ο δείκτης τού χεριού («μια δαχτυλιά μέλι») 4. ποσότητα υγρού… …   Dictionary of Greek

  • δεινοκάθεκτος — δεινοκάθεκτος, ο (Α) εκείνος τον οποίο πολύ δύσκολα μπορεί να συγκρατήσει κανείς. [ΕΤΥΜΟΛ. < δεινός + καθεκτός < κατέχω (πρβλ. ακάθεκτος] …   Dictionary of Greek

  • εμβολή — Απόφραξη αιμοφόρου αγγείου από έμβολο που μπορεί να είναι στερεό, υγρό και αέριο και έχει μεταφερθεί στη θέση αυτή με την κυκλοφορία του αίματος, σε αντίθεση με τη θρόμβωση, όπου ο θρόμβος σχηματίστηκε στη θέση της απόφραξης. Τα στερεά έμβολα τις …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”